- μαστιγωτικός
- μαστῑγ-ωτικός, ή, όν,A gloss on μάστειρα (q. v.), Sch.A.Supp.163.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαστιγωτικός — ή, ό (Α μαστιγωτικός, ή, όν) αυτός που έχει χαρακτήρα μαστίγωσης («η κριτική τών βουλευτών ήταν μαστιγωτική για τους υπευθύνους») αρχ. (το θηλ. ως γλώσσα τού μάστειρα) αυτή που ζητεί εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστιγώνω + κατάλ. ικός (πρβλ. ανανεωτ… … Dictionary of Greek
μαστιγωτική — μαστιγωτικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)